- ζωδιάρχης
- ζῳδιάρχης, ὁ (Α)ζωδιοκράτωρ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + -αρχης (< άρχω), πρβλ. πατρι-άρχης, στρατ-άρχης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζῳδιάρχην — ζῳδιάρχης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)